- μετριάζω
- μετρίασα, μετριάστηκα, μετριασμένος, μειώνω κάτι στο ποσό ή στην ένταση, το κάνω μέτριο: Μετρίασε την ένταση της φωνής του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετριάζω — to be moderate pres subj act 1st sg μετριάζω to be moderate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζω — μετριάζω, μετρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις … Dictionary of Greek
μετριάζετε — μετριάζω to be moderate pres imperat act 2nd pl μετριάζω to be moderate pres ind act 2nd pl μετριάζω to be moderate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζῃ — μετριάζω to be moderate pres subj mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres ind mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριαζόντων — μετριάζω to be moderate pres part act masc/neut gen pl μετριάζω to be moderate pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζει — μετριάζω to be moderate pres ind mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζομεν — μετριάζω to be moderate pres ind act 1st pl μετριάζω to be moderate imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζον — μετριάζω to be moderate pres part act masc voc sg μετριάζω to be moderate pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζοντα — μετριάζω to be moderate pres part act neut nom/voc/acc pl μετριάζω to be moderate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)